- κτείνω
- (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω)(για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.)μσν.-αρχ.θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.)αρχ.1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και τόν θανατώνω («αὐτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν», Θουκ.)2. καταστρέφω, αφανίζω3. (το αρσ. μτχ. αορ. β' ως ουσ.) ὁ κτανώνο φονέας, ο δολοφόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτείνω < *κτεν-yω εμφανίζει την απαθή βαθμίδα (κτεν-) και επίθημα -yō- από τον ίδιο τ. (*κτεν-yω) σχηματίστηκε ο αιολ. τ. κτέννω με αφομοίωση (-νy- > -νν-). Συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- εμφανίζουν οι τ. τού αορίστου ἔκτανον, ἔκτα, ἔκτατο (πρβλ. αρχ. ινδ. a-ksa-ta), καθώς και το ρηματ. επίθ. *κτάτος (πρβλ. ανδρακτασία)η ετεροιωμένη βαθμίδα κτο απαντά στο β' συνθετικό -κτονος*. Το ρ. κτείνω απαντά συχνά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ οι πεζογράφοι χρησιμοποιούσαν κατ' εξοχήν το σύνθ. αποκτείνω, το οποίο μαρτυρείται εκ παραλλήλου με το φονεύω. Στην παθ. φωνή το ρ. κτείνομαι απαντά μόνο στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο, ενώ στα αττ. κείμενα χρησιμοποιείται το αποθνήσκω. Στη Νέα Ελληνική το αποκτείνω αντικαταστάθηκε από το φονεύω και το σκοτώνω.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποκτείνωαρχ.ανταποκτείνω, επαποκτείνω, κατακτείνω, προαποκτείνω, προσαποκτείνω, προσκατακτείνω, συγκατακτείνω, συναποκτείνω].
Dictionary of Greek. 2013.